- φιλοφρονήσεις
- φιλοφρόνησιςkind treatmentfem nom/voc pl (attic epic)φιλοφρόνησιςkind treatmentfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόγραφος — η, ο (AM αὐτόγραφος, ον) Ι. ο γραμμένος με τα ίδια τα χέρια κάποιου, ιδιόχειρος II. το ουδ. ως ουσ. το αυτόγραφο (Α τὸ αὐτόγραφον) 1. νεοελλ. α) κείμενο ή κείμενα γραμμένα ιδιοχείρως από επιφανή προσωπικότητα β) η υπογραφή ή σύντομο ιδιόχειρο… … Dictionary of Greek
εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… … Dictionary of Greek
ζηλώ — (AM ζηλῶ, όω, Α και δωρ. τ. ζαλῶ, έω) [ζήλος Ι] 1. με ζήλο και πόθο προσπαθώ να αποκτήσω κάτι 2. μιμούμαι με ζήλο και ζέση 3. φθονώ τα αγαθά τού άλλου, ζηλοφθονώ μσν. αρχ. 1. μακαρίζω, καλοτυχίζω («ζηλῶ σε τοῡ νοῡ», Σοφ.) 2. αποδίδω φιλοφρονήσεις … Dictionary of Greek
κομπλιμεντάρω — κάνω κομπλιμέντα, κάνω φιλοφρονήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentare < complimento] … Dictionary of Greek
κομπλιμεντόζος — α, ικο αυτός που κάνει κομπλιμέντα, φιλοφρονήσεις, φιλοφρονητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimentoso (< complimento)] … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
περιουσιαστικός — ή, όν, ΜΑ [περιουσιάζω] 1. ο γεμάτος φιλοφρονήσεις 2. (για πράγμ.) αυτός που πλεονάζει, άφθονος αρχ. 1. αστρολ. αυτός που χαρίζει πλούτο 2. περιττός, ανώφελος … Dictionary of Greek
Γασάνδες — Βυζαντινή ονομασία αραβικής φυλής, που είχε εγκατασταθεί στο ΒΔ τμήμα της Αραβίας, Α του Ιορδάνη και Ν μέχρι την Πέτρα. Την εποχή του Μωάμεθ, ένα τμήμα της φυλής αυτής κατοικούσε στη Γιατρίμπ, την κατοπινή Μεδίνα. Ο πρώτος γνωστός ηγεμόνας των Γ … Dictionary of Greek
Ζωγράφος, Κωνσταντίνος — (Καλάβρυτα 1796 – Μπελβί, Παρίσι 1856). Πολιτικός και διπλωμάτης. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση βρισκόταν στην Ιταλία, όπου σπούδαζε ιατρική. Αμέσως επέστρεψε στην Ελλάδα για να προσφέρει ενεργά τις υπηρεσίες του στον Αγώνα. Μπήκε στον πολιτικό στίβο … Dictionary of Greek